Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Τα χρονικά του Ρενέ-Νάσου Παλαιολόγου : O άνθρωπος που έκλεψε τα αστέρια ( IV )

Αργά το βράδυ, στο πλακόστρωτο, στα γνώριμα στενά της πόλης... Μανιώδης βηματισμός. Αποφασισμένο βλέμμα. Μια γνώριμη φιγούρα, φαινομενικά βγαλμένη από μυθιστόρημα νουάρ. Η δουλειά έπρεπε να ολοκληρωθεί. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ή μήπως όχι; Έφτασε μπροστά σε ένα τραπέζι. Τρεις άντρες γύρω στα 23, σιωπηλοί, καθισμένοι γύρω από το τραπέζι. Τον κοίταξαν. Τους κοίταξε και αυτός...
"Μια μαργαρίτα. Μια βολκάνα. Μια ζαμπόν-τυρί. Και... 3 κοκα-κόλες."
"Ευχαριστούμε!", είπε ο ένας, άλλα εννοούσε ότι χέστηκε και ανυπομονούσε να φάει. Οι άλλοι χαμογέλασαν, ενώ από μέσα τους μοιράστηκαν τη σκέψη του.
Ήταν ο Ρενέ-Νάσος Παλαιολόγος, ερασιτέχνης σερβιτόρος σε πιτσαρία. Λένε πως η καμπαρντίνα κάνει τον ντετέκτιβ. Και μάλλον έχουν δίκαιο. Πάνω στο σώμα που πριν από λίγες μόνο ώρες δέσποζε ένα από τα πιο επιβλητικά πανωφόρια που υπάρχουν, βρισκόταν τώρα ένα λερωμένο λευκό μπλουζάκι με το σήμα μιας τοπικής πιτσαρίας. Πώς θα μπορούσε ένας μέσος άνθρωπος να φανταστεί τα σκοτεινά μυστικά της υπόλοιπης ζωής του με μια πρόχειρη ματιά πάνω του;  Δε θα μπορούσε, είναι η απάντηση. Κάτι που θα μπορούσε όμως να κάνει ένας μέσος άνθρωπος είναι να ανάψει ένα τσιγάρο μπροστά στο σερβιτόρο μιας πιτσαρίας. Και αυτό ακριβώς έκανε ο ένας από τους τρεις πελάτες. Το μάτι του Παλαιολόγου έπεσε αστραπιαία στο κόκκινο κουτί στο τραπέζι και χαμόγελασε σαν μικρό παιδί.
"Αυτά...αυτά είναι σπίρτα Άσσος;"
"Ε... ναι..."
"Και από που τα αγόρασες, αν επιτρέπεται;"
"Από το ψιλικατζίδικο στο επόμενο τετράγωνο αριστερά από εδώ..."
"Υπέροχα... Θεσπέσια... Λαμπρά... Μια υπόθεση λιγότερη να λύσω."
"Τι πράγμα;", αναρωτήθηκε ο νεαρός, κάπως φοβισμένος.
"Τίποτα, τίποτα... ευχαριστώ πάντως!"

Απομακρύνθηκε χαρούμενος, αγνοώντας πλήρως τα παραξενεμένα βλέμματα των πελατών. Ανέβηκε τα σκαλάκια που οδηγούσαν πίσω στην κουζίνα.  Χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί. Δε θα τον είχε.
"Τι έγινε, ρε Αντρέα; Όλα καλά;"
"Ε; Α, ναι, μια χαρά, ρε Αντωνάκη."

 Ο Παλαιολόγος, μετά από προτροπή της Σμαράγδας, είχε υιοθετήσει το ψευδώνυμο Αντρέας για τη δουλειά του στην πιτσαρία. "Για ασφάλεια και χαμηλό προφίλ", του είχε πει. Ο ίδιος δεν είχε καταλάβει ποτέ τι εννοούσε η βοηθός του με αυτό. Γιατί να κρύψει κανείς ένα τόσο υπέροχο όνομα όσο το δικό του;  Και η άγνοια κινδύνου του γινόταν αισθητή όταν συστηνόταν ως ερασιτέχνης σερβιτόρος πιτσαρίας σε κάθε άτομο που γνώριζε. Όπως είχε πει στη Σμαράγδα μετά μια σχετική κατσάδα, α) καμια δουλειά δεν είναι ντροπή, β) δεν προσδιόριζε σε ποιά πιτσαρία δουλεύει.

Τέλος πάντων, ο Ρενέ-Νάσος δεν είχε συνηθίσει το πεζό όνομο Αντρέας και για αυτό άργησε λίγο να αντιδράσει όταν του μίλησε ο άλλος σερβιτόρος του μαγαζιού, ο αγαπητός σε όλους Αντωνάκης. Ο Αντωνάκης ήταν το καλύτερο παιδί, αλλά μιλούσε πολύ και την ώρα που εγώ έγραφα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, είχε ήδη ξεκινήσει να λέει μια από τις ιστορίες του στον άτυχο συνάδελφο του.
"...και με είχε κόψει η λόρδα εκεί που χόρευα, οπότε βγαίνω από το κλαμπάκι και βλέπω απέναντι μια καντίνα. Πάω να πάρω κάτι να φάω και μου λέει πως έχει μόνο jugged potatoes. Ξέρεις Αντρέα τι είναι τα jugged potatoes;"
"Ειλικρινά... δεν ξέρω...", είπε μεταξύ αφηρημάδας και αδιαφορίας ο Παλαιολόγος.
"Είναι πατάτες γεμιστές με βούτυρο και φασόλια! Αν είναι δυνατόν! Οπότε και εγώ του λέω Α ΡΕ JUGGED POTATOES! Και κάνω μια με το χέρι και του ρίχνω κάτω όλα τα καλαμάκια και τις χαρτοπετσέτες!"
Συνέχισε να λέει "Α ΡΕ JUGGED POTATOES", κουνώντας το χέρι στον αέρα, τρεις-τέσσερις φορές, περιμένοντας ότι σε μια από αυτές ο συνάδελφος του θα γελάσει. Ερήμην.
"Και πού έγιναν όλα αυτά, είπαμε;", τον ρώτησε ο Ρενέ-Νάσος Παλαιολόγος και εκείνη τη στιγμή η αδιαφορία έπαιζε μονότερμα.
"Στο Λονδίνο σου λέω, ρε. Περίμενα πώς και πώς να γυρίσω εδώ, να μου φτιάξει η μάνα μου δυο-τρια... τέσσερα-πέντε-έξι τόστ να καρδαμώσω!"
"Πολλά τοστ, Αντωνάκη..."
"Ε, το σπιτικό το φαγητό δεν το χορταίνω, ρε φίλε..."
"Μάλιστα... έχεις παρατηρήσει κάτι παράξενο στον ουρανό σήμερα;", άλλαξε απότομα το θέμα, καθώς η αδιαφορία είχε τηλεφωνήσει στα γραφεία του εγκεφάλου του για να απειλήσει με βόμβα.
"Tι εννοείς;", ρώτησε με ύφος άγνοιας ο Αντωνάκης.
"Λείπουν τα αστέρια."
"Ε, κάποιο φυσικό φαινόμενο θα είναι, μωρέ..."
"Δε νομίζω."
"Ε, και τι λες να έγινε; Nα τα έκλεψε κάποιος; Γίνεται αυτό;"
"Γιατί όχι;"
"Πρέπει να είναι πολύ κακός άνθρωπος όποιος θα το έκανε αυτό..."
"Πρέπει... πρέπει..."
"Καμία σχέση με εμένα δηλαδή! Χαχαχαχαχαχαχα!"
Το κουδουνάκι της κουζίνας χτύπησε. Η επόμενη παραγγελία ήταν έτοιμη. Ο Αντωνάκης απομακρύνθηκε βιαστικά. Ευτυχώς.

Λένε πως ακόμα και οι πιο βαρετές κουβέντες μπορούν να σε γεμίσουν με ιδέες. Και πάλι έχουν δίκαιο. Ο Ρενέ-Νάσος Παλαιολόγος ήξερε ακριβώς που έπρεπε να πάει μετά...

Στο ψιλικατζίδικο να πάρει σπίρτα Άσσος.

Και μετά στο γραφείο του για ένα τηλεφώνημα.

(Συνεχίζεται...)


Δεν υπάρχουν σχόλια: