Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Me and the Devil

Με λένε Paul. Είμαι ο καλύτερος φίλος του Διαβόλου.

Έτσι με φωνάζει τουλάχιστον. Έχει άλλους φίλους; Δεν ξέρω...Σε περίπτωση που έχει, δε μου τους έχει γνωρίσει πάντως. Δε θέλω να το βλέπω και ανταγωνιστικά,οπότε δεν τον ρωτάω.

Δεν τα καταφέρνω πολύ καλά με το να ζω. Κάθε άλλο. Είμαι κάπως νεκρός βασικά. Εντελώς νεκρός, θα μπορούσε να με διορθώσει κάποιος και δε θα έπεφτε και πολύ έξω.  Έχω κάμποσο καιρό τώρα. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς. Ο χρόνος περνάει γρήγορα με καλή παρέα.






Γιατί βρέθηκα στην κόλαση; Ποιος ξέρει; Σου λέει ποτέ κανείς ακριβώς τι πρέπει να κάνεις για να την αποφύγεις; Να είσαι καλός. Νομίζω πως ήμουν τόσο καλός όσο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος και απ' ό,τι φαίνεται δεν αρκούσε. Ευτυχώς είμαι βολικό άτομο...

Το δωμάτιο μου στην κόλαση είναι ένας απέραντος κήπος γεμάτος εξωτικά (και μη) λουλούδια και δέντρα, ζώα κάθε λογής, κρυστάλλινες λίμνες και ποτάμια και με εμάς στο επίκεντρο. Ένα τραπέζι τσαγιού, μια τσαγιέρα που δεν αδειάζει ποτέ, δυο ποτήρια που δε λερώνονται ποτέ και δυο μεταλλικές πολυθρόνες σκεπασμένες με μαξιλάρια. Εγώ και αυτός απολαμβάνουμε το τσάι μας, που έχει μια απροσδιόριστη γεύση που θυμίζει κάθε γνωστή γεύση τσαγιού, αλλά όχι ακριβώς. Και γύρω μας οι εποχές αλλάζουν ασταμάτητα: Ζέστη. Βροχή. Χιόνι. Πάλι από την αρχή. Σε μια γουλιά.

Υπάρχουν και άλλα δωμάτια. Ο Lucifer (έτσι θέλει να τον φωνάζω) μου είπε πως τα άλλα δωμάτια είναι εντελώς κενά και βλέπουν από οθόνες αυτό το δωμάτιο. Ελπίζω πως κάνει πλάκα. Ακούγεται τρομακτικό σαν σκέψη και δεν θέλω να πιστέψω πως είναι τόσο άκαρδος. Σε περίπτωση που είναι αλήθεια, αναρωτιέμαι αν έχω αυτό το δωμάτιο επειδή είμαι ο καλύτερος του φίλος ή αν είμαι ο καλύτερος του φίλος επειδή έχω αυτό το δωμάτιο.

Τα μαλλιά του μακριά, πυρόξανθα, κατσαρά. Τα μάτια του εκείνο το χρώμα που σε σαγηνεύει, κάθε φορά που το βλέπεις, μα δεν μπορείς να το ανακαλέσεις, όσο και να το σκεφτείς. Η φωνή του... η πιο απαλή, μεθυστική, καθάρια φωνή που έχω ακούσει ποτέ. Φοράει ένα μισοκουμπωμένο λευκό πουκάμισο, ένα μαύρο μαγιό με κόκκινα λουλούδια και ένα ζευγάρι σανδάλια και πίνει το τσάι του με το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού του πάντα σηκωμένο.

Είναι πάντα δίπλα μου. Τουλάχιστον τις περισσότερες στιγμές. Με κάνει να ξεχνιέμαι. Να αποφεύγω τη σκέψη του πως θα ένιωθα σε αυτό το μέρος χωρίς την παρέα του. Και αυτός φαίνεται να περνάει καλά. Ίσως να είναι η παρέα μου. Ίσως να έχει διαφορετική αντίληψη της αιωνιότητας.

"Είσαι πραγματικά ξεχωριστός..."
"Ένας απλός άνθρωπος σαν και εσένα είμαι και εγώ, Paul. Μόνο που έχω την απόλυτη επικυριαρχία στο βασίλειο των αμαρτωλών νεκρών."

Γελάσαμε δυνατά μαζί, την ίδια ώρα που ένα φίδι μας σέρβιρε μήλα σε μια πιατέλα. Έχω τόσες ιστορίες να σας πω. Όχι σήμερα όμως. Έχω όλη την αιωνιότητα μπροστά μου.

Τα φύλλα των δέντρων κιτρίνισαν και άρχισαν να πέφτουν. Μια απαλή βροχή ξέσπασε και σταγόνες γέμισαν τα πρόσωπα μας. Όμορφη μελαγχολία. Πόσο λατρεύω το φθινόπωρο. Ήπια μια γουλιά τσάι. Τα πάντα άνθισαν γύρω μου. Φταρνίστηκα δυνατά. Πόσο μισώ την άνοιξη.


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ονειροπαγίδα

Κενές μέρες. Κενές νύχτες. Κάθε βράδυ κάπου στις 3 αποκοιμιόταν, όταν η ζέστη, η μιζέρια και ο πονοκέφαλος αποφάσιζαν επιτέλους να τον αφήσουν ήσυχο. Και περίμενε το γνωστό πια όνειρο να ξαναρθεί λίγα λεπτά πριν η ρουτίνα τον σφαλιαρίσει με μίσος, ξυπνώντας τον απότομα.

Εκείνος ήταν λίγο πιο θαρραλέος, λίγο πιο γοητευτικός, λίγο πιο ενδιαφέρων. Εκείνη εξίσου όμορφη, μα λιγότερο αδιάφορη προς την ύπαρξη του. Φιλήθηκαν σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Και κράτησε αιώνια. Λίγα λεπτά. Μέχρι τη σφαλιάρα.

Ξύπνησε πάλι μόνος του στο κρεβάτι. Το συνειδητοποίησε πάλι. Η ευτυχία μέσα του εξαϋλώθηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Πάλι. Βγήκε έξω. Ατημέλητος. Μια ακόμα κενή μέρα τον περίμενε.

Τη συνάντησε ξανά. Ένα κοκτέηλ έρωτα και φόβου δημιουργήθηκε στο κεφάλι του. Αντάλλαξαν με το ζόρι τρεις κουβέντες.  Aυτή γέλασε σε μια από τις τρεις. Ύστερα απομακρύνθηκε. "Με συμπαθεί", σκέφτηκε. "Δεν την νοιάζω", σκέφτηκε λίγο μετά. Έμεινε στη δεύτερη σκέψη. Γύρισε σπίτι.

Κενή νύχτα. Δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό. Πήρε ένα καρφί και ένα σφυρί. Χτύπησε το καρφί όσες φορές χρειαζόταν για να μπει στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του. Ακούμπησε πάνω του ένα αρχαίο ινδιάνικο φυλαχτό. Ή εναν ξύλινο κύκλο με φτερά. Όπως το δει κανείς. Ονειροπαγίδα. Έπεσε να κοιμηθεί.

Το όνειρο δεν ξαναήρθε από τότε. Μα οι κενές μέρες ήταν ακόμα εκεί. Και οι κενές νύχτες. Η μιζέρια, η ζέστη, ο πονοκέφαλος. Εκείνος ήταν ακόμα εκεί. Και εκείνη. Έπρεπε να της μιλήσει. Έστω για μια φορά ειλικρινά.

Το έτρεξε στο μυαλό του σε πολλές εκδοχές.

Σε συμπαθώ πολύ. Μ'αρέσεις. Σ' αγαπώ.

Και εγώ. Δεν ξέρω. Σε βλέπω σαν φίλο.

Φιλήθηκαν. Ένιωσαν άβολα. Έμειναν φίλοι. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ.

Όλα τα σενάρια συνέβησαν μαζί. Την ίδια στιγμή. Και σκέφτηκε το καθένα ξεχωριστά.. Και φοβήθηκε πολύ. Φοβήθηκε να είναι ευτυχισμένος. Φοβήθηκε να είναι δυστυχισμένος.

"Πρέπει να καταστρέψω την ονειροπαγίδα. Ίσως το όνειρο απελευθερωθεί."