Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Τα χρονικά του Ρενέ-Νάσου Παλαιολόγου : O άνθρωπος που έκλεψε τα αστέρια ( I )

H πόλη ήταν όμορφη το βράδυ. Έτσι πίστευε τουλάχιστον. Δεν την είχε δει ποτέ του το πρωί, οπότε δεν είχε μέτρο σύγκρισης. Ούτε είχε δει στη ζωή του κάποια άλλη πόλη. Παρ' όλα αυτά, μέσα του το ένιωθε.

Η πόλη δεν τον είχε ανάγκη, αλλά αυτός ήταν εκεί κάθε στιγμή, γιατί την είχε ανάγκη ο ίδιος. Έρωτας δίχως ανταπόκριση. Μαλακία. Δεν απαιτούσε ανταπόκριση όμως, γιατί αυτό το συναίσθημα τον κρατούσε ζωντανό. Η προσμονή να περπατήσει στα στενά της σοκάκια, να νιώσει το αεράκι, που ποτέ δεν ήταν κρύο αλλά πάντα δροσερό, να ακουμπάει τα μακριά του μαλλιά και να σηκώνει την ουρά της καμπαρντίνας του. Να κοιτάξει τον κατάμαυρο νυχτερινό ουρανό της και να μετρήσει ένα-ένα τα αστέρια του. Ήξερε απέξω τις θέσεις και τα ονόματα καθενός από αυτά... Για κάτι τέτοια γεννιούνται οι ντετέκτιβ.

Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Χέρι βαθιά στην τσέπη της καμπαρντίνας. Τράβηξε από μέσα το κουτί με τα σπίρτα. Το κοίταξε. Χατζηαβάτης. Χαμόγελο βγαλμένο από παιδικές αναμνήσεις...
"Πρέπει να πάρω σπίρτα Άσσος την επόμενη φορά", σκέφτηκε. Ένας άντρας δεν αρκείται σε αγαπημένες φιγούρες από το θέατρο σκιών πάνω στο κουτί τους, αλλά απαιτεί και ποιότητα από τα σπίρτα του. Με μια απότομη κίνηση άναψε το σπίρτο και το ακούμπησε στην άκρη του τσιγάρου. Βαθιά τζούρα. Άρχισε να βήχει δυνατά. Είχε ξεχάσει πως δεν κάπνιζε. Πέταξε οργισμένα το τσιγάρο στο πλακόστρωτο και στη συνέχεια το πάτησε με μίσος με τη σόλα από τα μοκασίνια του. Το τσιγάρο είχε σβήσει...

Είχε φτάσει στην παιδική χαρά. Έκατσε στο αγαπημένο του παγκάκι και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά να κοιτάξει τον ουρανό. Το χαμόγελο του χάθηκε αστραπιαία, τα μάτια του γέμισαν απόγνωση... Κάτι έμοιαζε διαφορετικό. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για αυτό. Ήταν ο Ρενέ-Νάσος Παλαιολόγος, ιδιωτικός ντετέκτιβ και ερασιτέχνης σερβιτόρος σε πιτσαρία και αν κάτι ήξερε καλύτερα από όλα, ήταν το πώς έμοιαζε ο βραδινός ουρανός της πόλης του. Η απόγνωση γρήγορα μετατράπηκε σε οργή.

Έψαξε φουριόζος τα περιεχόμενα της άλλης του τσέπης. Έβγαλε ένα κινητό. Smartphone. Ένα έξυπνο τηλέφωνο για έναν έξυπνο άντρα. Πληκτρολόγησε έναν αριθμό. Χτυπάει...
"Την πίστη σου, Σμαραγδία... Σήκωσε το!", είπε δυνατά λες και πίστευε ότι θα ακουστεί αυτό που είπε στην άλλη μεριά της γραμμής. Παραδόξως, δυο δευτερόλεπτα μετά, έλαβε απάντηση.
"Ιδιωτικό γραφείο Ρενέ-Νάσου Παλαιολόγου. Παρακαλώ;", είπε μια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
"Σμαραγδία, εγώ είμαι...", της είπε με βαθιά φωνή, αρμοστή σε κάθε ντεντέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του.
"Κύριε Παλαιολόγε, συμβαίνει κάτι; Συγνώμη που άργησα να το σηκώσω, αλλά έλυνα αυτό το σταυρόλεξο...και με δυσκόλευε ιδιαίτερα."
"Που να σε πάρει και να σε σηκώσει, Σμαραγδία, το σταυρόλεξο μπορεί να περιμένει! Έχουμε σημαντικότερα προβλήματα εδώ!"
"Τι είδους προβλήματα δηλαδή;"
"Κάποιος έκλεψε τα αστέρια...", είπε ο Παλαιολόγος, λες και ο ίδιος δεν το πίστευε καλά-καλά.
"Τι πράγμα; Έκλεψε τα αστέρια; Μα ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;"
"Ποιος άλλος, γλυκιά μου Σμαραγδία; ΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ; ...O Ροδόλφος Παλλάτσιο ντε Μάσα..."

(Συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια: