Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

O S πάει στο μετρό.

Ο Sindar εδώ και πολύ καιρό με παρακαλεί γονατιστός να τον αφήσω να γράψει ένα κείμενο για το blog μου. Ύστερα από τις καθημερινές ικεσίες και τα παρακάλια, υποσχέσεις για περισσότερους αναγνώστες, τεχνικές υπνωτισμού, σαγήνευσης, voodoo και πάσης φύσεως μαγεία, αποφάσισα να δεχτώ και να δημοσιεύσω το κείμενό του. (Ed: Και αυτό το έγραψε μόνος του, αλλα επειδή βαριέμαι να γράφω δικό μου, ας προσποιηθούμε οτι το έγραψα εγώ)


Αγαπητέ (καθυστερημένε) αναγνώστη, εδώ και πολλές ημέρες ο αγαπητός Irvine προσπαθεί να με πείσει να κάτσω να γράψω ένα γκρίζο κείμενο για το μπλογκ του (Ed: μόνος του μου το ζήτησε). Του εξήγησα επανειλημμένως πως δε θα κάτσω να αφιερώσω χρόνο για κάτι τέτοιο και άλλωστε του θύμισα πως δεν το διαβάζει και κανείς, εκτός από μερικούς βλαμμένους (όπως εσύ) για τους οποίους θα πρέπει να κάνω έξτρα δουλειά και να εξηγώ μέσα σε παρενθέσεις (σαν αυτή εδώ) τα πράγματα που γράφω για να μπορούν να τα κατανοήσουν(να τα καταλάβουν δηλαδή).  Μετά από τα πολλά παρακάλια, τις υποσχέσεις για αστρονομικές(μεγάλες δηλαδή) αμοιβές και αφού με διαβεβαίωσε πως θα μου προσφέρει 5040 πλάκες χρυσού (ασφράγιστες), 20,000,000€ σε ομόλογα του Βατικανού, ένα κατοικίδιο κοάλα(πάντα ήθελα ένα, γιατί θέλω να είμαι ξεχωριστός), ένα μεγάλο αυγό αρκούδας, καθώς και ένα σακί που χωράει παραπάνω από τριάντα απίδια, ενέδωσα.(Ed: με έξυπνο τρόπο δεν επιβεβαιώνει πόσα απίδια τελικά χωράει ο σάκος.) Χωρίς να έχω ιδέα(χωρίς να ξέρω δηλαδή) που πρέπει να καταλήξω με όλα αυτά (και έχοντας κατά νου το αποτέλεσμα των προσφάτων εκλογών στη Βοημία), ξεκινάω. Ή μήπως να πω «ξεκινώ».. Ξεκινώ, γιατί είναι πιο κουλτουρέ και δήθεν.

Είναι Παρασκευή βράδυ [όχι πολύ αργά, γύρω στις 8:16] και βρίσκομαι στο μετρό του Ευαγγελισμού. Έχω φτάσει νωρίς, οπότε βραδύνω το βήμα μου και αποφασίζω να σταματήσω κάπου και να παρατηρήσω τον κόσμο που περνά. Στέκομαι σε μια διακριτική γωνία, πατάω το πλέη στο άϊποντ(κάθε δήθεν ψευτοκουλτουριάρης έχει ένα γκατζετάκι μακ πρόχειρο) και περιμένω. Σε 6 λεπτά έχει φτάσει ο επόμενος συρμός και ο κόσμος αρχίζει να ανεβαίνει τις κυλιόμενες. Μερικοί πατάνε προσεκτικά(με προσοχή δηλαδή) από το κυλιόμενο στο στέρεο έδαφος, άλλοι βιαστικά και μερικοί αφηρημένα. Στρίβουν και με γοργό βηματισμό (εκτός από μερικές αλτέρνατιβ κοπελίτσες, καθώς τα σταράκια προσφέρουν μικρή ιπποδύναμη) περνούν από μπροστά μου. Βιάζονται όλοι (και οι αλτερνατιβ κοπελίτσες), εγώ όχι. Άλλωστε έχω φτάσει νωρίς. Τους παρατηρώ έναν έναν, όλους( νταξ, μπορεί να έχασα μερικούς, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα ). Και θα ξεχωρίσω εδώ μερικούς.
Μέσα στο πλήθος με βήμα σίγουρο, καθώς φαίνεται, είναι ο Μπατμαν (δεν τον χαρακτηρίζω τυχαία έτσι.). Κολλητό μπλουζάκι, στενό τζιν, λουστρίνια, μαλλί φτιαγμένο και ζώνη που αναβοσβήνει. Γυμνασμένος, συνηθισμένος στην καλή διατροφή (σεηκς πρωτεϊνης, κρεατίνη, steroids, τόνος, kit-kats και αυγά αρκούδας –σαν αυτά που μου υποσχέθηκε ο καλός μου Έρβην). Αυτά μπορείς και να τα παρατηρήσεις καθώς τον συναντάς και τον προσπερνάς βιαστικός πηγαίνοντας στον προορισμό σου. Αν όμως έχεις φτάσει νωρίς και στέκεσαι δήθεν αφηρημένος σε μια διακριτική γωνία, τότε τι παραπάνω έχεις την πολυτέλεια να παρατηρήσεις; Το βλέμμα του γυρνά από δω και από κει, προσπαθεί να προσδιορίσει ψάχνοντας αντιδράσεις, κατά πόσο τραβάει την προσοχή ή όχι. Άλλωστε για κάτι πρέπει να αξίζει όλη αυτή η προσπάθεια να δείχνεις εμφανίσιμος. Μου θυμίζει αυτό που κάνουν οι νυχτερίδες (ή τουλάχιστον όταν ήμουν πιτσιρίκι στο σχολείο, αυτό διάβασα ότι κάνουν): ρίχνουν κύματα παντού, αυτά χτυπάνε στα εμπόδια τριγύρω, επιστρέφουν και παίρνουν πίσω «εικόνα». Το κάνουν συνεχώς καθώς δεν έχουν όραση. Έτσι και ο μιστερ Μπατμαν του μετρό, καθώς προχωράει βιαστικά αναμέσα στο πλήθος, κοιτάζει αν τον κοιτάζουν...συνεχώς...ακόμα και όταν βιάζεται.
Εκεί πιο πίσω είναι η τριαντάρα εργαζόμενη καριερίστα. Κομψό ντύσιμο, σίγουρο βάδην και το ψυχρό ύφος του υπολογισμού. Είναι σημαντική ή έτσι πιστεύει. Αλήθεια, πως μετρά κανείς τη σημαντικότητα; Και τι σημασία έχει να είσαι σημαντικός ή όχι;(Ed : να δημοσιεύεται το άρθρο σου στο blog μου.) Ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία ή θέμα εγωισμού; Ή ίσως η ικανοποίηση του εγώ να είναι ένα βήμα[ίσως δύο] πιο κοντά στην ευτυχία;

Ο έφηβος με το σκεητ. Μα γιατί κατέβηκε εδώ; Δεν έπρεπε να κατέβει στο Συνταγμα; Εκεί συχνάζουν οι σκεητάδες. Βλέμμα αδιάφορο, κορδόνι λυτό. Και αν το πατήσει όσο κάνει σκέητ; Θα φάει τα μούτρα του; Μπα, γνωρίζει πώς να πέφτει. Αλλά θα πέσει. Όμως δεν το φοβάται. Τέλος πάντων, τόση ιστορία άδικα, μπορεί απλά να το δέσει (ναι, το κορδόνι). Να κάνει ένα «μπαλτιμορ νοτ».(Ed: κουλτούρα!!!) Βιάζεται πολύ μάλλον, για να αφιερώσει χρόνο στο δέσιμο ενός παπουτσιού. Άλλωστε προσφέρει και στυλ.

Να και η εικοσάρα βαμμένη ξανθιά με τη μπότα. Γιατί κοπέλα μου είσαι ντυμένη (γδυμένη) και βαμμένη (σοβαντισμένη) έτσι; Τι σου φταίει ο σαραντάρης εργαζόμενος, παντρεμένος που χει βγει βόλτα με τη γυναίκα του, που τον πιάνει στα πράσα να τη χαζεύει και του χώνει μια σφαλιάρα; Φυσικά και δε φταίει. Το βλέπει, χαμογελάει στον εαυτό της αμυδρά και συνεχίζει καρφώνοντας βιαστικά τη μπότα σε κάθε βήμα. Συν ένας.

Δίπλα, λιγάκι δεξιά ο σαραντάρης εργαζόμενος, παντρεμένος που χει βγει βόλτα με τη γυναίκα του. Γιατί όμως βιάζονται, αφού βόλτα βγήκαν; Τον πιάνει στα πράσα να χαζεύει μια μικρούλα ντυμένη προκλητικά, βαμμένη άσχημα και του χώνει μια σφαλιάρα. Ακολουθεί χτύπημα στα πλευρά και πιθανότατα -αργότερα- χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Με προσέχει που τους παρατηρώ(με είδε να τους κοιτάζω από τη γωνία που έχω σταθμεύσει δηλαδή – άλλωστε έφτασα νωρίς), τραβά αλλού το βλέμμα βιαστικά και πιάνει τη γυναίκα του από τη μέση. Αυτή τον αφήνει να την κρατήσει και συνεχίζουν προς την έξοδο.

Ένας βιαστικός Ισπανός (ή τέλος πάντως αυτό πιστεύω ότι ήταν), καουμπόικο παπούτσι(χωρίς σπιρούνια), μαύρο τζιν με ευδιάκριτες πορτοκαλί ραφές και πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος. Ένας τεράστιος σταυρός κρέμεται στο λαιμό του. Σα να βγήκε από ταινία.


Βιαστικός κόσμος, κάθε μερικά λεπτά, ανεβαίνει τις κυλιόμενες, στρίβει γύρω από την κολόνα, περνάει τα μηχανάκια επικύρωσης εισιτηρίων και φεύγει βιαστικά έξω.

Κάθομαι λίγο ακόμη εκεί στην γωνία παρατηρώντας τον κόσμο να περνά. Πέρασαν άλλοι 3 συρμοί. Σε κάθε φουρνιά του βιαστικού κόσμου πάντα υπήρχε ο μπατμαν, η καριερίστα, ο έφηβος, η ξανθιά, το παντρεμένο ζευγάρι. Μόνο ο Ισπανός έλειπε. Ήταν ουαν ταημ ονλυ, στον πρώτο συρμό(πρεμιέρα). Το ίδιο βιαστικό μοτίβο. Ξανά και ξανά και ξανά Όμως κοιτάζω το ρολόι, έχει περάσει η ώρα. Κατευθύνομαι βιαστικά προς τις κυλιόμενες.. Βιάζομαι. Έχω αργήσει.

Ευχαριστούμε τον Sindar για την βαρετή και ανούσια ιστορία του! :)